- ρυστακτύς
- -ύος, ἡ, Α1. βίαιη έλξη2. κακή μεταχείριση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυστάζω + επίθημα -τύς (πρβλ. πλαγκ-τύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυστακτύς — ῥυστακτύ̱ς , ῥυστακτύς dragging about fem acc pl ῥυστακτύς dragging about fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυστακτύν — ῥυστακτύς dragging about fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυστακτύος — ῥυστακτύς dragging about fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek